- καταπεπαιδεραστηκέναι
- κατά-παιδεραστέωto be a lover of boysperf inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπαιδεραστώ — καταπαιδεραστῶ, έω (Α) σπαταλώ και αφανίζω κάτι στην παιδεραστία («οἶκον καταπεπαιδεραστηκέναι», Ισαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παιδεραστῶ «είμαι παιδεραστής»] … Dictionary of Greek